- χριστεπώνυμος
- -η, -οστην εκκλησιαστική γλώσσα, αυτός που επονομάζεται με το όνομα του Χριστού, χριστιανός: Έκανε έκκληση στο χριστεπώνυμο ακροατήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.